μωρούλικον

μωρούλικον
μωρούλικον, τὸ
(Μ) μικρό μωρό, μωράκι, βρέφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μωρόν + υποκορ. κατάλ. -ούλικον, ουδ. τού -ούλικος (πρβλ. ομορφ-ούλικο, πονηρ-ούλικο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”